
Handelsblatt: «Πραγματιστής ο Τσίπρας» – NYT: «Τα προβλήματα στην Ελλάδα παραμένουν»
«Οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης διαπραγματεύονται για το μέλλον της Ελλάδας. Η συγκυρία πλέον έχει φτάσεi», γράφει η γερμανική Handelblatt.
«Στις 20 Αυγούστου τελειώνει το τρίτο και τελευταίο ευρωπαϊκό πρόγραμμα δανειακής βοήθειας για την Ελλάδα. Έπειτα η ελληνική κυβέρνηση θα καλύπτει και πάλι αυτόνομα τις δανειακές της ανάγκες πωλώντας ομόλογα σε ιδιώτες επενδυτές. Επομένως, για το Eurogroup ήρθε τώρα η ώρα της δέσμευσης», σημειώνει η γερμανική οικονομική εφημερίδα.
«Η ελληνική κυβέρνηση κατέβαλε πολλές προσπάθειες το τελευταίο διάσημα προκειμένου να καταστήσει πολιτικά δυνατή την ελάφρυνση του χρέους. Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας πέρασε από τη Βουλή την προηγούμενη εβδομάδα το ολοκληρωτικό πακέτο μεταρρυθμίσεων. Επίσης η διευθέτηση της μακροχρόνιας διαμάχης για το όνομα με τη ‘Μακεδονία’ θα μπορούσε να βοηθήσει τον Τσίπρα. Μπορεί μεν όλοι οι συμμετέχοντες να απορρίπτουν ενδεχόμενο συσχετισμό, αλλά με τη συμφωνία με τη ‘Μακεδονία’ που στη Δύση έγινε δεκτή με ενθουσιασμό, ο Τσίπρας αποδείχτηκε για μια ακόμα φορά ως πραγματιστής πολιτικός», σημειώνει η Handelsblatt.
«Η αυριανή συνεδρίαση αφορά την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους –και για το Eurogroup πολλά χρήματα. Απειλείται να είναι μια μακρά νύχτα. Στο μυθικό ποσοστό του 177% του ετήσιου ΑΕΠ ανέρχεται το ελληνικό χρέος. Για να το εξοφλήσουν, θα έπρεπε όλοι οι Έλληνες να θυσίαζαν τουλάχιστον για ένα χρόνο και εννέα μήνες το συνολικό τους εισόδημα. Το ότι το χρέος είναι δυσβάσταχτο, το έχουν καταλάβει οι εταίροι της Ελλάδας στην Ευρωζώνη. Ήδη το Μάιο του 2016 είχαν θέσει την προοπτική ελαφρύνσεων –βέβαια μόνο τότε, όταν η Ελλάδα θα σταθεί οικονομικά και πάλι μόνη στα πόδια της.
Οι Υπουργοί Οικονομικών των 19 χωρών της Ευρωζώνης προτίθενται να αποφασίσουν ποιες ελαφρύνσεις θα εγγυηθούν στην Ελλάδα όσον αφορά την εξυπηρέτηση του χρέους. Στη συζήτηση θα βρεθεί το δεύτερο πρόγραμμα παροχής βοήθειας προς την Ελλάδα συνολικού ύψους 130,9 δισ. ευρώ. Μέχρι τώρα έχει συμφωνηθεί ότι η Ελλάδα θα αποπληρώσει αυτά τα δάνεια μέχρι το 2056 στο Ευρωπαϊκό Ταμείο Διάσωσης.
Η χώρα θα πρέπει να ξεκινήσει με την καταβολή των τοκοχρεολυσίων και την εξόφληση σύμφωνα με τον μέχρι τώρα σχεδιασμό το 2023. Στη συζήτηση πλέον βρίσκεται το θέμα αυτές οι ημερομηνίες να μετακινηθούν προς τα πίσω –και μάλιστα μέχρι και κατά 15 χρόνια. Ωστόσο, όπως δήλωσαν διπλωμάτες της ΕΕ, η Γερμανία το ‘φρενάρει’ και με αυτόν τον τρόπο δεν είναι η μόνη στο Eurogroup.
Το πρωί της Πέμπτης στελέχη των Υπουργείων Οικονομικών της Ευρωζώνης θα συναντηθούν σε μια τελευταία συνεδρίαση. Αν δεν καταλήξουν σε συμβιβασμό, επίκειται την ίδια μέρα μια μακρά νυχτερινή συνεδρίαση για τους Υπουργούς Οικονομικών της Ευρωζώνης.
Όπως ελέχθη στις Βρυξέλλες, έχει ήδη επιτευχθεί συμφωνία για τα περαιτέρω στοιχεία του πακέτου αποφόρτισης για την Ελλάδα. Έτσι η Ελλάδα αναμένεται να λάβει πίσω κέρδη από τις κεντρικές τράπεζες που κατέχουν ελληνικά ομόλογα –βέβαια μόνο υπό την προϋπόθεση ότι η Αθήνα θα συνεχίσει το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και θα επιτύχει τα συμφωνηθέντα δημοσιονομικά πλεονάσματα. Εκτός αυτού η Ελλάδα αναμένεται να συγκροτήσει ένα ‘μαξιλάρι’ ρευστότητας, το οποίο θα διασφαλίζει ότι η χώρα μετά την εκπνοή του προγράμματος θα τα βγάλει πέρα χωρίς εκδόσεις ομολόγων σε περίπτωση ανάγκης για δύο χρόνια.
Όλοι οι συμμετέχοντες συμφωνούν ότι η Ευρωζώνη θα συνεχίσει να επιτηρεί στενά την Ελλάδα μετά το τέλος του προγράμματος. Έχουν σχεδιαστεί τέσσερις επισκέψεις για αξιολόγηση σε ετήσια βάση στην Αθήνα μέχρι το 2022. Σε άλλες χώρες που βρίσκονταν σε πρόγραμμα οι επισκέψεις θα είναι δύο ετησίως», καταλήγει η γερμανική εφημερίδα.
NYT:«Η ευρωζώνη σίγουρα δεν έχει ξεπεράσει τον κίνδυνο»
Η Ελλάδα προετοιμάζεται να εξέλθει από μια από τις πιο δύσκολες οικονομικές περιόδους της και οι πιστωτές της καταρτίζουν σχέδια για να διασφαλίσουν ότι δεν θα αποτελέσει ποτέ πρόβλημα για την υπόλοιπη Ευρώπη, γράφουν οι New York Times.
Οι αξιωματούχοι της ΕΈ αναμένεται να παρουσιάσουν ένα σχέδιο στις Βρυξέλλες την Πέμπτη για να βοηθήσουν τη χρεωμένη χώρα να σταθεί στα πόδια της μόλις βγει από το τρίτο πρόγραμμα διάσωσης τον Αύγουστο. Εξασφάλισαν την αναβίωση της Ελλάδας και προχωρούν στον τερματισμό του ελληνικού προγράμματος διάσωσης ως συμβολικό τέλος μιας καταστροφικής οικονομικής κρίσης», τονίζει η αμερικανική εφημερίδα.
Οι Τάιμς της Νέας Υόρκης σημειώνουν πάντως ότι αν και οι Ευρωπαίοι ηγέτες σηματοδοτούν την φαινομενική επιτυχία της χώρας, υπάρχουν νέα προβλήματα που παρατηρούνται σε άλλα μέρη της Ευρώπης, γεγονός που αυξάνει τις πιέσεις. «Η Βρετανία προχωράει στην αποχώρησή της από την ΕΕ, οι ΗΠΑ έχουν ξεκινήσει εμπορικό πόλεμο, η εκλογή κυβέρνησης κατά της λιτότητας στην Ιταλία έχει αναβιώσει τους φόβους για το ευρώ και οι αγχωμένες χρηματοπιστωτικές αγορές αρχίζουν και πάλι να στοχεύουν στις πιο αδύναμες χώρες της νομισματικής ένωσης», προσθέτει η εφημερίδα.
«Η ευρωζώνη σίγουρα δεν έχει ξεπεράσει τον κίνδυνο», δήλωσε ο Σάιμον Τίλφορντ, επικεφαλής οικονομολόγος του Tony Blair Tony Blair Institute for Global Change στο Λονδίνο. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δεν έχουν ακόμα συμφωνήσει για μεταρρυθμίσεις που θα μπορούσαν να περιχαρακώσουν την οικονομία της ευρωζώνης σε περίπτωση νέας κρίσης, είτε στην Ιταλία, είτε στην Ελλάδα, είτε σε άλλα ζητήματα, όπως το εμπόριο.
«Αν η ανάκαμψη σταματήσει ή υπάρχει κάποιο σοκ, οι προοπτικές θα είναι πολύ πιο δυσμενείς», δήλωσε ο Τίλφορντ. «Οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι θέλουν τώρα να προβάλουν ότι η Ελλάδα επέστρεψε. Η οικονομία αναπτύσσεται και πάλι, αν και αργά. Η ανεργία μειώθηκε από τα υψηλά επίπεδα ρεκόρ και οι επενδυτές εξετάζουν προσεκτικά την επιστροφή τους. Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας έχει εκπονήσει ένα σχέδιο ανάπτυξης και αρνείται την προσφορά προληπτικής πίστωσης, ενός δικτύου χρηματοοικονομικής ασφάλειας που θα επέβαλε νέους αυστηρούς όρους μετά από χρόνια λιτότητας. Οι πιστωτές θα προσπαθήσουν να επωφεληθούν από αυτή τη δυναμική και αναμένεται να ανακοινώσουν συμφωνία την Πέμπτη για να διευκολύνουν τους όρους αποπληρωμής του ελληνικού χρέους», γράφουν οι Τάιμς και προσθέτουν: «Ο κ. Τσίπρας, ο οποίος ανέβηκε στην εξουσία, για να αναστρέψει την λιτότητα, αγωνίζεται να είναι ο ηγέτης που τελικά θα βγάλει την Ελλάδα από το τελευταίο πακέτο διάσωσης, το οποίο είχε συμφωνήσει το 2015».
Η εφημερίδα τονίζει ότι «αν και η Αθήνα δεν θα εξαρτάται πλέον επίσημα από τα χρήματα τρίτων, αντιμετωπίζει μια ανησυχητική μάχη για την ανάκτηση της αξιοπιστίας στις χρηματοπιστωτικές αγορές και την αποκατάσταση της ανάπτυξης. Το χρέος της Ελλάδας ανέρχεται στο 180% του ΑΕΠ – το μεγαλύτερο στην ευρωζώνη. Αν και η οικονομία αναπτύσσεται, έχει απολέσει το ¼ του μεγέθους που είχε πριν από την κρίση. Παράλληλα, οι κυβερνήσεις, οι τράπεζες και τα θεσμικά όργανα στα οποία η Ελλάδα εξακολουθεί να χρωστάει υπέρογκα ποσά, προσπαθούν να πάρουν τα χρήματά τους πίσω. Τα μέτρα ανακούφισης για τη χώρα έχουν επίσης αποδειχθεί αμφισβητήσιμα. Η Γερμανία, ο επιτηρητής λιτότητας της Ευρώπης, συγκρούστηκε με το ΔΝΤ για το αν θα διευκολύνει την Ελλάδα. Το Ταμείο, ως προϋπόθεση για τη στήριξή του στη συνεχιζόμενη διαδικασία, θέλει να διασφαλίσει ότι το χρέος της Ελλάδας είναι βιώσιμο. Αλλά η προσέγγισή της διαφέρει από τη Γερμανία».
Ο Γενς Μπάστιαν, οικονομικός σύμβουλος στην Αθήνα και πρώην μέλος της Task Force της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Ελλάδα δηλώνει στους Τάιμς: «Το χρέος της Ελλάδας έχει γίνει πολύ μεγάλο για να αποτύχει και είναι πολύ μεγάλο για να διασωθεί, Το πιο σημαντικό είναι ότι οι πιστωτές δηλώνουν ότι το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο, διαφορετικά οι χρηματοπιστωτικές αγορές θα το επισημάνουν».
Το ζήτημα είναι ιδιαίτερα πιεστικό καθώς η πρόσφατη πολιτική κρίση στην Ιταλία έδειξε ότι τα προβλήματα του ευρώ δεν έχουν τελειώσει. Με την Ιταλία να σχηματίζει μια νέα κυβέρνηση κατά του ευρώ τον περασμένο μήνα, οι επενδυτές τιμωρούσαν τις αποδόσεις των ομολόγων της Ελλάδας. Η Ελλάδα είναι η τελευταία χώρα η οποία εγκαταλείπει τα οικονομικά προγράμματα διάσωσης, που είχαν ως στόχο να αποτρέψουν τη διάλυση της ευρωζώνης, όταν άρχισε η κρίση του χρέους της Ευρώπης το 2010.
Η Ελλάδα ήταν η χειρότερη περίπτωση από τις χώρες που συμμετείχαν σε προγράμματα διάσωσης, συμπεριλαμβανομένης της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας και της Κύπρου. Ενώ οι σοβαρές περικοπές του προϋπολογισμού και οι αυξήσεις των φόρων αποκατέστησαν την εμπιστοσύνη των αγορών, ωστόσο ενέτειναν την οικονομική ύφεση και την ανεργία. Η Ελλάδα παραμένει αδύναμη, κάτι που γνωρίζουν η Ευρ. Επιτροπή και το ΔΝΤ και συνεπώς αναμένεται ότι θα απαιτήσουν από την Αθήνα να υποβληθεί σε πρόγραμμα επιτήρησης και να αναφέρει τέσσερις φορές το χρόνο τις οικονομικές της επιδόσεις.
Σύμφωνα με τους Τάιμς τη Νέας Υόρκης «για να κινηθεί εκ του ασφαλούς, η Ελλάδα δεν θα ξεκινήσει την πώληση ομολόγων μετά την έξοδο από τη διάσωση. Αντ’ αυτού, η κυβέρνηση, η οποία έχει ως σύμβουλο την Rothschild & Company με έδρα το Παρίσι, θα επιλέξει να προχωρήσει σε έκδοση ομολόγων τα επόμενα δύο χρόνια, όταν οι συνθήκες της αγοράς θα είναι ευνοϊκές. Στο μεταξύ οι πιστωτές θα προχωρήσουν σε εκταμίευση μέχρι 18 δισ. ευρώ προς την Ελλάδα, ώστε να βοηθήσουν τη χώρα να εξασφαλίσει την απαιτούμενη ρευστότητα». Η ελληνική οικονομία έχει επεκταθεί από το περασμένο καλοκαίρι. Στην Αθήνα και στα ηλιόλουστα ελληνικά νησιά, οι τουρίστες γεμίζουν ξενοδοχεία, μπαρ και ταβέρνες. Κινέζοι και Ρώσοι επενδυτές αγοράζουν σε μειωμένες τιμές κατοικίες και εμπορικά ακίνητα. Οι εξαγωγές αυξάνονται, κυρίως στα προϊόντα πετρελαίου. Ωστόσο αυτά τα κέρδη δεν έχουν ενσωματωθεί ακόμα στην οικονομία. Η ανεργία έχει μειωθεί από το ανώτατο όριο του 28%, ωστόσο εξακολουθεί να βρίσκεται στο 20%, το υψηλότερο στην ευρωζώνη. Παράλληλα, πάνω από μισό εκατομμύριο Έλληνες έφυγαν κατά τη διάρκεια της κρίσης σε μια διαρροή εγκεφάλων, που εμπόδισε την ανάκαμψη. Επίσης, όλο και περισσότεροι άνθρωποι κινδυνεύουν από τη φτώχεια, συμπεριλαμβανομένων των μεγάλων οικογενειών και των εργαζομένων που αγωνίζονται με ιδιαίτερα μειωμένους μισθούς και με επισφαλείς συμβάσεις. Ο ΟΟΣΑ προειδοποίησε πρόσφατα ότι η φτώχεια στην Ελλάδα «έχει αυξηθεί δραματικά». Στο πλαίσιο του σχεδίου ανάπτυξης, ο κ. Τσίπρας έχει δεσμευθεί να αναστρέψει μερικά από τα σκληρότερα μέτρα λιτότητας μετά τον Αύγουστο. Σχεδιάζει να αυξήσει τον κατώτατο μισθό και, ενδεχομένως, να αποκαταστήσει τη συλλογική διαπραγματευτική ισχύ των συνδικάτων, η οποία περιορίστηκε από τους όρους της διάσωσης.