Η Κεντροαριστερά στην ψηφιακή εποχή.

Η Κεντροαριστερά στην ψηφιακή εποχή.

Γράφει ο Πέτρος Ι. Μηλιαράκης *

Προσφάτως επιχειρείται ανασύνταξη της λεγόμενης «Κεντροαριστεράς», όπως, άλλωστε, επιχειρείται μεθοδικώς και ανασύνταξη της λεγόμενης «Κεντροδεξιάς», αν και στον παρόντα χρόνο προέχει παν ό,τι λαμβάνει χώρα στα κόμματα του μεσαίου και αριστερού χώρου, λόγω των ζυμώσεων ακόμη και σε επίπεδο αρχηγικής εκπροσώπησης κατά το μέρος που αφορά στη Δημοκρατική Συμπαράταξη.

Ενόψει αυτών των ζυμώσεων, χρήσιμα και ίσως κρίσιμα είναι να λεχθούν τα εξής: η εμφανιζόμενη ως «Κεντροαριστερά», με αναφορά στον ευρωπαϊκό μητροπολιτικό χώρο, αποτελεί μύθο ως τη δήθεν αντιιμπεριαλιστική εκδοχή στα πολιτικά πράγματα. Και τούτο γιατί οι μητροπολιτικές χώρες του καπιταλισμού, όποτε εφάρμοσαν Σοσιαλδημοκρατία, ουδέποτε έθιξαν την εθνική αστική τάξη υπέρ των συμφερόντων, όχι μόνο της εθνικής εργατικής τάξης, αλλά και του λεγόμενου «μεσαίου χώρου» που υποτίθεται ότι εκπροσωπούσαν. Αυτό προκύπτει με ελεύθερη σκέψη και καλόπιστη προσέγγιση από τα ιστορικά δεδομένα της συσσώρευσης σε παγκόσμια κλίμακα.

Ιστορικώς είναι βέβαιο ότι στις μητροπολιτικές χώρες του καπιταλισμού οι πολιτικές της «Κεντροαριστεράς», αξιοποιώντας την εκμετάλλευση των χωρών και των κοινωνιών της περιφέρειας, μετέφεραν «κοινωνικό πλεόνασμα» στις μητροπόλεις. Έτσι, με την εκμετάλλευση του εργατικού δυναμικού και των πρώτων υλών των περιφερειών, λάμβανε χώρα άμβλυνση των εσωτερικών αντιθέσεων (ακόμη και των ταξικών διαφορών) υπέρ του μητροπολιτικού και κοσμοπολίτικου κεφαλαίου.

Επίσης, κοινός τόπος στις μέρες μας είναι ότι, υπό το καθεστώς των «νεοφιλελεύθερων» πολιτικών που κυριαρχούν στον ευρωπαϊκό –και όχι μόνο– χώρο, οι εμφανιζόμενες δυνάμεις ως «Κεντροαριστερά» ή ως Σοσιαλδημοκρατία τελούν σε συνάφεια και αιτιώδη σχέση με την πολιτική αντίληψη της «Κεντροδεξιάς» ή, άλλως, του νεοφιλελευθερισμού. Τούτο, δε, αποδεικνύεται περίτρανα από τη σύμπραξη σε κυβερνητικούς σχηματισμούς μητροπολιτικών χωρών της Ευρώπης. Ως εκ τούτου, μπορεί ευχερώς να διατυπωθεί μια ισοπεδωτική αντίληψη (ασφαλώς άδικη), ότι η διαφοροποίηση ανάμεσα στην «Κεντροαριστερά» και στην «Κεντροδεξιά» ελάχιστη σημασία έχει ως δίλημμα. Τα πράγματα όμως μεταξύ αυτής της διελκυστίνδας από και προς το «κέντρο της κοινωνίας» επιτρέπουν τον προβληματισμό και την ανάλυση που ακολουθούν.

Οι σύγχρονες κοινωνίες, ασφαλώς, εξακολουθούν να έχουν την καταρχήν βασική ταξική αντίθεση. Ωστόσο, οι σύγχρονοι κοινωνικοί σχηματισμοί κατά το μάλλον και μάλλον είναι διαρθρωμένοι και σε επιμέρους διαστρωματώσεις, με χαρακτηριστικό τους γνώρισμα τις κοινές κοινωνικές, οικονομικές, ακόμη και πολιτιστικές καταβολές και αναφορές. Άλλωστε, ακόμη και σε κείμενο του Ανδρέα Παπανδρέου περιλαμβάνεται ο όρος «εργατική αριστοκρατία».

Στη βασική ταξική αντίθεση παρεμβάλλεται, ασφαλώς, ο «μεσαίος χώρος». Προφανές είναι δε ότι ο «μεσαίος χώρος» συνιστά ιδιαίτερες διαστρωματώσεις πολιτών που, αν και κατά τεκμήριο διαβιούν με σχετική άνεση, εντούτοις ανήκουν όχι μόνο στους «μη κατέχοντες», αλλά και στους «κατεχόμενους». Και τούτο λαμβάνει χώρα ανεξαρτήτως των κοινωνικών διαστρωματώσεων και του κατά πόσο ένας εργαζόμενος ή αυτοαπασχολούμενος μπορεί να θεωρεί ότι βρίσκεται ή όντως βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση έναντι άλλων εργαζομένων ή αυτοαπασχολουμένων.

Από τότε που στις παραγωγικές διαδικασίες προέκυψαν οι δυναμοηλεκτρικές μηχανές (1867), οι κινητήρες εσωτερικής καύσης (1877), το τραμ (1879), οι πετρελαιομηχανές (1891), η ασύρματη επικοινωνία (1901), το αεροπλάνο (1903), η τηλεόραση (1929), οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές (από το 1950 και μετά), είναι προφανές ότι μετεξελίχθηκαν μεν οι παραγωγικές σχέσεις, οι κοινωνικές δυνάμεις όμως του «μεσαίου χώρου» ουδέποτε έγιναν ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής.

Έτσι, οι «μη κατέχοντες» ουδέποτε αποφάσισαν με οποιονδήποτε τρόπο:

α) για τη συγκέντρωση της παραγωγής και του κεφαλαίου και ως εκ τούτου για τη δημιουργία των μονοπωλίων·

β) για τη συγχώνευση του τραπεζικού κεφαλαίου με το βιομηχανικό και τη δημιουργία χρηματιστικού κεφαλαίου·

γ) για την εξαγωγή κεφαλαίων·

δ) για τη συγκρότηση των «διεθνών μονοπωλιακών ενώσεων»·

ε) για τη –μέσω των μονοπωλιακών ενώσεων– διανομή του κόσμου σε παγκόσμιες αγορές.

Ειδικότερα μετά τον ατμό, τον ηλεκτρισμό και την εξέλιξη των ηλεκτρονικών συσκευών, είναι προδήλως βέβαιο ότι οι σύγχρονες τεχνολογίες –η λεγόμενη πλέον «τεχνητή νοημοσύνη»– αποτελούν πυλώνες της νέας οικονομίας και της οικονομικής πρωτοβουλίας. Στο πλαίσιο αυτό, ακόμη και μικρής κλίμακας επιχειρηματίες και επιχειρήσεις, που, ασφαλώς, δεν ανήκουν στην ελίτ της οικονομίας ή στα μονοπώλια, υποχρεούνται να αλλάξουν το μοντέλο λειτουργίας τους και να επιλέξουν νέα ψηφιακά εργαλεία. Η εισαγωγή δε της «ψηφιακής εποχής» στη σύγχρονη οικονομία δεν επιδρά μόνο στον χρηματοπιστωτικό τομέα, αλλά επιδρά αμέσως και σε άλλους τομείς, όπως εκείνος της δημόσιας υγείας και των εταιρειών δικτύων και υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, με άμεση αντανάκλαση και στις λειτουργίες του δημόσιου τομέα, ο οποίος καλείται να μετασχηματιστεί και να εκσυγχρονιστεί. Ο όρος «εκσυγχρονισμός» στο αντικείμενο αυτό δεν αφορά σε διαδικασία «ανακατανομής πλούτου», αλλά αφορά ευθέως στην κατά το μάλλον και μάλλον κατάργηση της γραφειοκρατίας για την εξυπηρέτηση πόρων από άσκοπες περιηγήσεις εγγράφων και θέσεις σφραγίδων και υπογραφών σε δημόσια έγγραφα. Επίσης, αφορά αφενός στην κατάργηση των πολλαπλών προπαρασκευαστικών πράξεων για τη θέσπιση της τελικής εκτελεστής διοικητικής πράξης και αφετέρου στην επέκταση της πρόνοιας της ενδικοφανούς προσφυγής για την προστασία του διοικούμενου ως μέτρου επιτάχυνσης της επίλυσης διαφορών του πολίτη ή του επιχειρηματία με τη δημόσια διοίκηση.

Επιπλέον, η διαδικασία αυτή του εκσυγχρονισμού θα πρέπει να επιδράσει αμέσως στους τομείς της κοινής ωφέλειας με κυρίως αναφορά στη δημόσια υγεία, στην κοινωνική ασφάλιση, στη διαδικασία του δημοσιονομικού και φορολογικού ελέγχου, στη διαδικασία λειτουργίας των δικαστηρίων, των σωμάτων ασφαλείας, ακόμη και των γραφειοκρατικών υπηρεσιών των Ενόπλων Δυνάμεων. Ο εκσυγχρονισμός αυτός, περαιτέρω, συνεπάγεται αφενός ολιγότερο κράτος και αφετέρου ενίσχυση των πρωτοβουλιών που αφορούν στη νέα τάση για νεοφυείς επιχειρήσεις με στήριξη των καινοτόμων ιδεών. Οι startups αποτελούν κλάδο στον οποίο μπορούν να επενδυθούν σοβαρές προσδοκίες για σημαντικές υπηρεσίες και αύξηση θέσεων εργασίας. Έτσι, στη σύγχρονη οικονομία καινοτόμες τεχνολογικές πλατφόρμες και startups, χωρίς να ανήκουν στον χώρο της οικονομικής ελίτ, μπορούν να παρέμβουν σε διαδικασίες εγχώριας και παγκόσμιας αγοράς, δημιουργώντας συνθήκες ανάπτυξης και απασχόλησης. Υπ’ όψιν δε ότι, σύμφωνα με την Google, «κάθε δύο μέρες παράγεται τόσο ψηφιακό περιεχόμενο όσο η ανθρωπότητα δημιούργησε από καταβολής κόσμου έως το έτος 2003» (sic).

Κατά συνέπεια, το πέρασμα της ήδη νεοφυούς βιομηχανικής επανάστασης στην ψηφιακή εποχή συνιστά τη μεγαλύτερη πρόκληση. Η πρόκληση όμως αυτή συνεπάγεται αναπαραγωγή ιδεολογίας και επανατοποθέτηση των προοδευτικών δυνάμεων. Η διαδικασία δε αυτή επιβάλλεται ώστε να μην αφεθεί ο «μεσαίος χώρος» στις προσδοκίες μιας «κεντροδεξιάς» αντίληψης.

Είναι κοινός τόπος για την ελληνική πολιτική ζωή ότι στην παρούσα συγκυρία «φορείς» και «κόμματα» επιδίδονται για την άλωση του λεγόμενου «μεσαίου χώρου». Η επιχείρηση άλωσης του «μεσαίου χώρου» υπό το καθεστώς των μνημονιακών, δανειακών και νεοφιλελεύθερων πολιτικών «εγκλωβίζει» τη διαχείριση της πολιτικής στο «νεοφιλελεύθερο δόγμα», έτσι ώστε να είναι δυσχερής η διάκριση απόκλισης της κεντροδεξιάς από την κεντροαριστερή πολιτική, πολλώ δε μάλλον όταν έχει εκχωρηθεί η νομισματική πολιτική στα δόγματα του ευρωσυστήματος και στις αμετάκλητες υποχρεώσεις της Ευρωζώνης.

Δεδομένο είναι επίσης ότι, υπό το κράτος των προαναφερόμενων μνημονιακών δεσμεύσεων, οι πολιτικές που εφαρμόζονται καθιστούν τον «μεσαίο χώρο» σημαντικό φορέα φοροδοτικών υποχρεώσεων, μέσω όμως άνισων και μη ανάλογων προς τις δυνάμεις του χώρου αυτού δημοσιονομικών, ασφαλιστικών και φορολογικών επιβαρύνσεων. Ως εκ τούτου, η προϊούσα φτωχοποίηση του μεσαίου χώρου κρύβει τον κίνδυνο της μετατόπισής του προς τα «δύο άκρα», με αντικειμενικό σκοπό να επενδύσει προσδοκίες αναλόγως της ρητορικής εκάστου άκρου. Στην περίπτωση όμως αυτή η «Κεντροδεξιά» θα διαθέτει καταρχήν και καταρχάς προνομιακό ακροατήριο…

Ανεξαρτήτως, ωστόσο, των προαναφερομένων, οι αντικειμενικές συνθήκες και η υποκειμενική στάση του καθενός ατόμου ως φορέα πολιτικής και κοινωνικής συνείδησης αποτελούν το πρόκριμα ως προς το ποια κατεύθυνση θα ακολουθήσει. Ως εκ τούτου, ιστορικό καθήκον της «Κεντροαριστεράς» είναι να απευθυνθεί στον «κεντρώο χώρο» προκειμένου να αποτρέψει τη μετατόπιση του χώρου αυτού σε νεοσυντηρητικές αντιλήψεις.

Το ιστορικό καθήκον συνεπώς της «Κεντροαριστεράς» είναι να υπαχθεί υπό τον φορέα της μια κοινωνία κοινών προσδοκιών, κοινών δικαιωμάτων και κοινών υποχρεώσεων, που θα καλύπτει όλο το φάσμα του μεσαίου χώρου. Ο δε πολιτικός φορέας που θα μπορέσει να επενδύσει στον λεγόμενο «κεντρώο» ή «μεσαίο» χώρο υπό τις προαναφερόμενες συνθήκες οφείλει αφενός να διακηρύξει δυνάμενο να εφαρμοστεί πολιτικό λόγο, ικανό να συνθέτει την ιδιωτική πρωτοβουλία και τον εκσυγχρονισμό του δημόσιου τομέα στη βάση των απαιτήσεων και εξελίξεων της ψηφιακής οικονομίας, και αφετέρου να επαναφέρει το κράτος δικαίου ως κράτος κοινωνικών δικαιωμάτων και φορολογικής ισονομίας στο πλαίσιο της αντίστοιχης φοροδοτικής ικανότητας.

Η έννοια του σύγχρονου παρεμβατικού κράτους, άλλωστε, δεν συνεπάγεται αύξηση του εργατικού δυναμικού της δημοσιοϋπαλληλίας, αλλά εκσυγχρονισμό των λειτουργιών των υπηρεσιών του συνόλου του δημόσιου τομέα, με αντικείμενο την υπεράσπιση των κοινωνικών δικαιωμάτων και την οικονομική ανάπτυξη μέσω της καινοτομίας και των ψηφιακών εργαλείων.

Τέλος, θα πρέπει να καταστεί σαφές ότι οι «πολιτικοί φορείς» στην Ελλάδα, τα «πολιτικά υποκείμενα», δηλαδή, που προσδοκούν να καλύψουν τον χώρο αυτό, δεν μπορεί να προτάσσουν τη βουλιμία της πολιτικής κυριαρχίας έναντι των αναγκών της κοινωνικής συνοχής και της ανάγκης υπαγωγής του «μεσαίου χώρου» στη λογική μια σύγχρονης «Κεντροαριστεράς».

Η παρούσα συγκυρία, αν και η κοινωνία είναι σε μεγάλο βαθμό αποστασιοποιημένη από τα κομματικά δρώμενα, μπορεί να αποτελέσει σταθμό ιστορικής πρόκλησης. Η επιτυχία του εγχειρήματος μιας ιστορικής πρόκλησης που θα υπαγάγει τον «μεσαίο χώρο» και την «Αριστερά» σε μια συναντίληψη πολιτικών και κοινωνικών συμμαχιών θα εξαρτηθεί από την ειλικρίνεια των προθέσεων του πολιτικού υποκειμένου, από την τήρηση της αξιοκρατίας, με σεβασμό στην αριστεία όχι μόνο στα στελέχη της δημόσιας διοίκησης και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, αλλά και του πολιτικού προσωπικού, από την απαξίωση σεχταριστικών «αντιλήψεων», καθώς και από την αντικατάσταση του «αφηγήματος διαχείρισης» με ένα «νέο κοινωνικό συμβόλαιο» που θα αφορά στην «Κεντροαριστερά της ψηφιακής εποχής».

* Ο Πέτρος Ι. Μηλιαράκης είναι δικηγόρος στα Ανώτατα Ακυρωτικά Δικαστήρια της Ελλάδας και στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια του Στρασβούργου και του Λουξεμβούργου (ECHR και GC-EU).

Epikaira.gr